- ἐπικεραστικός
- ἐπι-κεραστικός, ή, όν, beimischend, mildernd, temperierend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικεραστικός — ἐπικεραοτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανακατώνει τα υγρά ή τους χυμούς 2. αυτός που μετριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεραστικός (< κεραστής)] … Dictionary of Greek
επικρατικός — ἐπικρατικός, ή, όν (Α) [επικεράννυμι] κατάλληλος για συγκερασμό, για μίξη, επικεραστικός* … Dictionary of Greek